Skip to main content

Δευτέρα Απόγευμα

Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, κοντά στο στρατόπεδο, είναι το σημείο εκκίνησης. Την ώρα του δειλινού, σχηματίζεται η πομπή, πάλι με την ίδια διάταξη.

Η πόλη τους υποδέχεται σαν νικητές.  Ο Κώνστας μιλά για «πάνδημη υποδοχή τους στην είσοδο της πόλης». Το πλήθος του κόσμου, που παρακολουθεί αυτό το υπέροχο θέαμα, πυκνώνει κοντά στην Πύλη της Εξόδου. Σε αυτό το σημείο κάθε παρέα βγάζει αναμνηστική φωτογραφία όταν περνά την Πύλη, και αμέσως μετά, όλοι μετατρέπονται σε έναν δρομικό θίασο. Τραγουδούν, χορεύουν, κάνουν χορευτικές αναπαραστάσεις.

Κατεβαίνοντας από το βουνό, οι πανηγυριστές μεταφέρουν μια αναζωογονητική πνοή που δημιουργεί κλίμα αισιοδοξίας. Συχνά, συμβαίνει στην επιστροφή τους να στολίζουν το σελάχι τους με πλατανόφυλλα ή να κρατούν γαρδένιες, σημάδια της αναγέννησης της φύσης. Η ζωντάνια τους μεταδίδεται στους παρευρισκόμενους σαν ωστικό κύμα που παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Το ίδιο κλίμα ζωντάνιας και σφρίγους μεταδίδουν και οι καβαλαραίοι, που φέρουν και αυτοί σημάδια της άνοιξης από το βουνό. Ορισμένοι έχουν εκπαιδεύσει τα άλογά τους να εκτελούν ειδικούς βηματισμούς και να ακολουθούν τους ήχους της ζυγιάς.

Με τραγούδια και χορούς οι αρματωμένοι  περιδιαβαίνουν τις οδούς Καψάλη, Λόρδου Βύρωνος, Ραζηκότσικα και Χρυσόγελου, μέσα στην πόλη. Καταλήγουν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου τους υποδέχεται ο εφημέριος του ναού, για να παραλάβει τις σημαίες και το μπαϊράκι τους

Στη συνέχεια, οι πανηγυριστές κατευθύνονται στα μαγαζιά της απάνω και κάτω αγοράς, όπου συνεχίζεται το γλέντι. Όλα τα καταστήματα διασκέδασης και αναψυχής είναι ασφυχτικά γεμάτα.  Στην απάνω και κάτω αγορά, όπου είναι τα στέκια των παρεών, το τραπέζι της παρέας περιμένει στρωμένο, με δίπλα του εκείνο των συγγενών. Σε αυτούς τους δρόμους όπου γίνεται το γλέντι, στήνονται τραπέζια για να καθίσει ο κόσμος και να γλεντήσει. Αυτό είναι το τελευταίο κοινό δείπνο, με την παρέα να κάθεται ξέχωρα από τους συγγενείς.

Κοντά το ξημέρωμα, ο κόσμος υποχωρεί, όμως τα νταούλια και οι ζουρνάδες δεν σταματούν. Εκείνες τις ώρες, οι ζυγιές παίζουν πιο ευαίσθητα, πιο συναισθηματικά κομμάτια. Βγάζουν καημό, παράπονο και τότε πλέον δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές· το τραγούδι τους γίνεται το αιώνιο αίτημα της  ανθρώπινης ψυχής.