Στο βόρειο άκρο της οχύρωσης της αρχαίας Καλυδώνας βρίσκεται η ακρόπολη, που σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές τειχίστηκε πρώτη στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου (τέλη του 6ου π.Χ.). Καταλάμβανε το 1/10 της συνολικής έκτασης της πόλης και βρισκόνταν στην κορυφή του βόρειου λόφου, από όπου μπορούσε κανείς να βλέπει την κοιλάδα και το δε΄λτα του Ευήνου ποταμού. Ο χώρος παρουσιάζει μια τριμερή διαίρεση και κατοικείται σχεδόν αδιάλειπτα από την αρχαϊκή εποχή ως και τον 1ο μ.Χ. αιών, οπότε και εγκαταλείπεται για να χρησιμοποιηθεί ξανά τους βυζαντινούς χρόνους (11ο-12ο αιώνα μ.Χ.). Ήδη κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα υπάρχει μικρή εγκατάσταση, ενώ πιθανόν τειχίστηκε νωρίτερα από το υπόλοιπο τμήμα της πόλης κατά την ύστερη αρχαϊκή-πρώιμη κλασική περίοδο (τέλη του 6ου π.Χ.-αρχ΄ς του 5ου π.Χ. αιώνα). Την ίδια περίοδο λειτουργεί μικρό ιερό, προφανώς κατασκευασμένο από ξύλο, του οποίου διατηρούνται πήλινα τμήματα της ανωδομής με γραπτή διακόσμηση, κυρίως γείσα, τρίγλυφα και μετόπες, που ομοιάζουν με αυτά από το ιερό Λαφρίας Αρτέμιδος. Το ιερό ήταν σε χρήση έως τον ‘υστερο 3ο π.Χ. αιώνα, οπότε στο χώροπου καταλάμβανε χτίστηκε κτίριο ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευή, με ψηφιδωτά δάπεδα. Οικοδομικά κατάλοιπα της ελληνιστικής περιόδου εντοπίζοντια σε όλο το κεντρικό τμήμα της Ακρόπολης.
Η ακρόπολη δεν είναι επισκέψιμη σήμερα. Επισκέψιμα μνημεία του χώρου είναι το θέατρο, το Ηρώο και το Λάφριο.